qui a beaucoup voyagé - ορισμός. Τι είναι το qui a beaucoup voyagé
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι qui a beaucoup voyagé - ορισμός

EXTENDED PLAY BY PIZZICATO FIVE
Voyage a Tokyo EP; Voyage á Tokyo EP; Voyage á Tokyo (EP); Voyage á Tokyo

voyage         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Voyages; Voyage (disambiguation); Voyage (album); The Voyage; Voyage (song); Voyage (film); The Voyage (film)
n.
journey by water
1) to go on a voyage
2) a long; maiden; ocean, sea; round-the-world voyage
3) a voyage to (a voyage to the islands)
voyage         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Voyages; Voyage (disambiguation); Voyage (album); The Voyage; Voyage (song); Voyage (film); The Voyage (film)
(voyages, voyaging, voyaged)
1.
A voyage is a long journey on a ship or in a spacecraft.
...the first space shuttle voyage to be devoted entirely to astronomy.
N-COUNT: usu sing, usu with supp
2.
To voyage to a place means to travel there, especially by sea. (FORMAL)
The Greenpeace flagship is voyaging through the Arctic cold of the Barents Sea.
= journey, travel
VERB: V prep/adv
voyager (voyagers)
...fifteenth-century voyagers to the lands now called America and the Caribbean.
N-COUNT
voyaging
Our boat would not have been appropriate for ocean voyaging.
N-UNCOUNT: supp N
voyage         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Voyages; Voyage (disambiguation); Voyage (album); The Voyage; Voyage (song); Voyage (film); The Voyage (film)
¦ noun a long journey involving travel by sea or in space.
¦ verb go on a voyage.
?archaic sail over or along (a sea or river).
Derivatives
voyageable adjective (archaic).
voyager noun
Origin
ME: from OFr. voiage, from L. viaticum 'provisions for a journey'.

Βικιπαίδεια

Voyage à Tokyo

Voyage à Tokyo (東京の合唱) is an EP by Japanese pop band Pizzicato Five, released on September 27, 2000 by Readymade Records.